- ἀργοῦσα
- ἀργέωto be unemployedpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀργούσας — ἀργούσᾱς , ἀργέω to be unemployed pres part act fem acc pl (attic epic doric) ἀργούσᾱς , ἀργέω to be unemployed pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργώ — I (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, γνωστός από την αρχαιότητα. Πήρε το όνομά του από το περίφημο ομώνυμο πλοίο των Αργοναυτών. Ο αστερισμός αυτός καλύπτει μεγάλη έκταση στην ουράνια σφαίρα και δεν αναφέρεται με αυτή την ονομασία… … Dictionary of Greek